Βουκόλους

Βουκόλους
Βουκόλος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουκόλους — βούκολος tending kine masc acc pl βουκόλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιβουκόλος — ἀρχιβουκόλος και βούκολος, ο (Α) ο πρώτος ανάμεσα στους βουκόλους (τίτλος θιασωτών του Διονύσου) …   Dictionary of Greek

  • βουκολικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε βουκόλους, σε ποιμένες, ο ποιμενικός: Γραφικό βουκολικό τοπίο. 2. φρ., «βουκολική ποίηση», ποίηση που αντλεί τα θέματα της από τη ζωή των βοσκών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”